αντιλυσσικός

αντιλυσσικός
-ή, -ό
(«αντιλυσσικό εμβόλιο, ορός») αυτός που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της λύσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + λυσσικός. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antirabics. Ο ελληνικός όρος αντιλυσσικός μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιλυσσικός — ή, ό αυτός που καταπολεμά τη λύσσα: Τον δάγκασε κάποιος σκύλος και κάνει αντιλυσσική θεραπεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”